bleeding edge
 

σύμβο[λον πο(ίησον) πρ(ὸς) αὐ(τόν)] → σύμβο[λον πο(ίησον) πρ(ὸς) αὐ(τούς)], Ch. Armoni, Z.P.E. 160 (2007), S. 230-231.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #