bleeding edge
 

᾽Αντεσυμβόλ(ησε) Παῆσις ἰσάγ(ων) τελ(ωνησάμενος) | δ(ιὰ) κτλ. W., A I 552. W., P. Oxy. IV S. 263.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #