bleeding edge
 

ἥ]μ̣ι̣σοι (l.-συ) μέρος τοῦ προσόν[τος κοιλώματο]ς ἐν μέ̣[σ]ωι <σ>χ<ο>ίνῳ μεστὸς (l.-τοῦ) ἑλ<λ>ηνικοῦ καλάμου καί, E. P. Wegener.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #