bleeding edge
 

ἐνγεγρα[μμένον τῇ ἀσφάλεία̣, μὴ ὑποβάλ] | [λεσθαι τ]ὸν πράτην κτλ. Nachher: ἐὰν ὰπ[οδρᾶ̣ τὸ ὰνδράποδον o. ä. Mitteis, Zschr. Sav. 1911, 348.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #