bleeding edge
 

διʼ ἐ[μοῦ] | Π̣ο̣ρτε̣διάμου Ἀντωνίου βο̣[ηθ(οῦ)] → διʼ ἐ[μοῦ] | ὑπὲρ τοῦ Διδ̣ύ̣μου Ἀντων(ίου) Ἰουλ[ᾶ(τος)] (nach dem Photo), R. Duttenhöfer, Z.P.E. 157 (2006), S. 157.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #