bleeding edge
 

χρεοκοπουμένης αὐλῆς (= αὐτῆς) ἐκ τού|[της (= ταύ της) τῆς συνευδο]κήσεαως περὶ ὧν ἄλλων κτλ. W. briefl.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #