bleeding edge
 

ἐπα(ρουρίου) (δρ.) κθ (διώβολον), προ(σδιαγρ.) (δρ.) β (ὀβολὸς) (ἡμιωβέλιον) (δίχαλκον), κολ(λύβου) (δρ.) α (ἡμιωβέλιον) (δίχαλκον), σ(υμβολικοῦ) (δρ.) α (ὀβολὸς) (ἡμιωβέλιον), H. C. Youtie, T.A.P.A. 69 (1938), S. 83.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #