bleeding edge
 

(γίνονται) ἀπο̣μ̣(οίρης) (δραχμαὶ) [κ]η, ναυβ(ίου) (δρ.) α (ὀβολός), προ(σδιαγραφομένων) (δρ.) ε (πεντώβολον),

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #