bleeding edge
 

ἐλαι | [ῶυος ……….. ν ό] του ἐπὶ βορρᾶ πήχεις δύο ἕκτον διατίνουσαν λι [βὸς] ἐπ᾽ ἀπηλ(ιώτην) | κτλ. Sch. briefl., laut Orig. Pl. briefl., laut Orig.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #