bleeding edge
 

Zu erg.: (1a) [῾Ηρακλείδης ᾽Αμμωνίου δημοσιώνης καταλο] | [χισμ]ῶ̣ν̣ ᾽Α̣[ρσι(νοείτου) καὶ ἄλλων νομῶν, L.C. Youtie, Z.P.E. 40 (1980), S. 79.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #