bleeding edge
 

Διόσκορος Τεβούλ(ου) τοῦ Τεβούλ(ου) μη(τρὸς) Βερνίκ(ης) τῆς Τεβούλ(ου) | κτλ. Pr. (nach Chrestom. I 399, 16).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #