bleeding edge
 

L. (πυροῦ) γ ς̄κ̄δ διχ(οινικίας) (πυροῦ) ϛ′, / (πυροῦ) γ γ̄κ̄δ, |15 προσ(μετρουμένων) (πυροῦ) (ἀρτάβης) ἰβ᾽ usw., T. Kalén, Berliner Leihgabe griech. Pap. 1 S. 273.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #