bleeding edge
 

| [ περικε]χρυσωμ(έν . .) (?) | [ ναὸς ξύλινος περικε] χρυσωμ(ένος) ἐσφρ(αγισμένος) | κτλ. W. briefl. W. briefl. (vgl. Wessely, Karanis 58f.).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #