bleeding edge
 

καὶ ἀκεινητοῖς, εὶ [δώ]ς, ὅτι, ἐὰν | μή [ἀποδῶσιν …….., ἡ εἴ] σπραξις [ἔσται. ῞Ι]να δὲ μὴ [. .] ἀ[π]όφασις σοι ὑπολ̣[εί]π̣ηται, ἔπεμψα κτλ. Sch. u. Pl. briefl., laut Orig. Pr., Girowesen 489. BGU. III S. 1. II S. 353.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #