πλαγο → συ(μβολικοῦ) α (τριώβολον) (ἡμιωβέλιον), B.G.U. 13. 2298, Anm. zu Z. 9 und P.J. Sijpesteijn, Aeg. 65 (1985), S. 29, Anm. 27.
πλαγο → συ(μβολικοῦ) α (τριώβολον) (ἡμιωβέλιον), B.G.U. 13. 2298, Anm. zu Z. 9 und P.J. Sijpesteijn, Aeg. 65 (1985), S. 29, Anm. 27.