bleeding edge
 

L δ´´ καὶ αὐτ(οὐς) κ̣[ατοίκ(ους)?] | μὴ ἀναγεγρ(αμμένους) ὲν ὲπιγεγενημένοις κτλ. BGU. I S. 354.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #