bleeding edge
 

῎Ετους λε (λε verbessert aus λδ), Φαῶφι ῑᾱ, ἐν Παθύρει, ἐπὶ Διοσκου(ρίδου) ἀγορα(νόμου) | ἑχόντες συνεγρά- (ψα ν το). ῾Ομολογεῖ Πατοῦς Πατοῦ<το>ς | καὶ Τακμῆις Πατοῦτος κτλ. Kenyon, Class. Rev. 11 (1897) S. 407. W. briefl., laut Orig. W., A II 387.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #