bleeding edge
 

Φαῶρι η, ἐ[ν Παθύρει ἐπὶ (τοῦ δεῖνα)] | ἀγορανόμου κτλ. W., A III 114. W., A III 114, ergänzt: ἐπ᾽ ᾽Αμμωνίου.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #