bleeding edge
 

ἐς α (ἔτος) (μεμέτρηκεν?) → με (μέτρηκεν) α (ἔτους) (πυροῦ), P.J. Sijpesteijn, Z.P.E. 19 (1975), S. 268.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #