bleeding edge
 

μερισ(μοῦ) ἄλ(λους) (mit B.L. 2.1, S. 122) → wohl μερισ(μῶν) ἄλ(λων) oder μερισ(μοῦ) <z.B. ῾Αδρι­ανείου καὶ> ἄλ(λων), R. Bogaert, Z.P.E. 75 (1988), S. 241, Anm. 98.ιζ (ἔτους) → ιε (ἔτους) (nach dem Photo), R. Bogaert, Z.P.E. 75 (1988), S. 241, Anm. 98.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #