bleeding edge
 

L. Τ (= δεκανὸς) καὶ (μέ)το̣χ(οι) ἄ(ν)δ(ρες) ι ὑπ(ὲρ) κυνη(γί­δων) καὶ με(ρισμοῦ) ποταμοφυλ(ακίδων).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #