bleeding edge
 

ἐπὶ τὸ καθαροποιεῖν → ἔπιτα καθαροποιείᾳ (l. ἔπειτα καθαροποιΐᾳ) (nach dem Photo), F. Mitthof, Archiv 51 (2005), S. 294.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #