bleeding edge
 

Διονυσόδω[ρος Τρι]|αδέλφου → wohl Διονυσόδω[ρος διὰ Σερήνου] | ἀδελφοῦ, O. Eleph.D.A.I.K. 32, Anm. zu Z. 6-7.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #