bleeding edge
 

L. Διέγ̣ρ(αψε) Σε̣μεν̣ῶ̣(φις) Φα̣ή̣ρ̣[ι]ο(ς) διὰ Πετεαρο(υήριος) usw.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #