bleeding edge
 

λ(αογραφίας) Μεμνο(νείων) → wohl τέλ(ους) λινο­(πλόκων), Κ.Α. Worp, Z.P.E. 76 (1989), S. 59 (vgl. B.L. 2.1, S. 35).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #