bleeding edge
 

τρισχειλίας | αὐτόθι ἀπ̣έσχαμεν → τρισχειλίας <ἃς> | αὐτόθι ἀπ̣έσχαμεν, D. Hagedorn, Archiv 53 (2007), S. 14.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #