bleeding edge
 

] ἀπαιτ(ητ-) μερ̣(ισμοῦ) ….( ) τε( ) → ] α̣παιτ( ) μερι( ) γεν( ) τε( ) (am Original), J. Schwartz, B. Palme, ῾Απαιτη­τής S. 242, Anm. 109; man erwartet ] ἀ̣παιτ(ητ-) μερισ̣(μοῦ) ἐν­λ(είμματος) τελ(ωνικῶν), B. Palme, ῾Απαιτη­τής S. 242, Anm. 109.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #