bleeding edge
 

ν(εωτερ..) Πετεχεσπ(οχράτου) ἀπαι|τη(τής) → κ(αὶ,) Πετεχεσπ(οχράτης) ἀπαι|τη(ταί), B. Palme, ᾽Απαιτητής S. 238, Anm. 54 (nach dem Photo).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #