bleeding edge
 

ἀνδ(ριάντος) ἀνακεχ(ρυσωμένου) → ἀνδ(ρῶν) ἀ­νακεχ(ωρηκότων), Β. Palme, ᾽Απαιτητής S. 47, Anm. 172.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #