bleeding edge
 

ἀκρο(δρύων) | μετὰ σχιστῆς πρέ(μνου?) | Ψενχανοῦ(βις) Πελ(αίου) σιτ.( ) → ῎Ακρα̣(τος) | μετασχίστης πρε(σβύτερος) | Ψεβχα̣νού(βιος) (oder Ψεβχνοῦ(βις)) [[τ]] τελ(εσμάτων) σιτι̣(κῶν) (am Original), R.W. Daniel, Gnomon 56 (1984), S. 418.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #