bleeding edge
 

 ἔμβ(λημα) οἴνου φλε (ξέσται) → (γίνονται) ἐμβ(ολῆς) οἴνου ιε̣ (ἔτους) ξ(έσται) ̣[ (nach dem Photo), N. Gonis, Z.P.E. 154 (2005), S. 208.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #