bleeding edge
 

Ψάτ[ου] | πρωτοκωμήτης (l. πρωτοκωμήτου) → Ψάτ[ου πατρὸς αὐτοῦ τοῖς θαυμασ(ιωτάτοις)] | πρωτοκωμήτης (l. πρωτοκωμήταις)

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #