bleeding edge
 

υἱό(ς) → υἱός; Καλῆλ υἱ(ῷ) Πιήου → κλ(ηρονόμοις) Ἠλί(α) Πιέου, C.P.R. 22. 8, Anm. zu Z. 2.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #