bleeding edge
 

(δραχμὰς) ιϛ . Κράτης oder ιϛ Π̣κράτης (Anm. zur Z.) → κ̣α̣ὶ̣ Σοκράτης, l. Σωκράτης, K.A. Worp.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #