bleeding edge
 

| τῷ ἐνδο̣ξ̣οτ(άτῳ) ἐξ Ἀρ(σινόης) π(όλεως) | † Θεόδωρος † → τῷ ἐνδο̣ξ̣οτ(άτῳ) | σχο(λαστικῷ) . . . . πό(λεως). † Θεόδωρος †, A. Papathomas, Z.P.E. 137 (2001), S. 243 (am Original).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #