bleeding edge
 

ἐ̣νκαλ̣ε̣ῖ̣ν̣ | μ[ήτε περὶ] τ̣ο̣ύτων . [. .] | δε̣[. . .] . α . [.]σ̣ωμ.ν. [καί] → ἐνκαλ̣ο̣ῦ̣|με̣[ν περὶ] τούτων μ[η]|δὲ̣ [ἐγ]κ̣αλέ̣-σωμε̣ν (l. ἐγκαλέσομεν) κ̣[α]ί, D. Hagedorn - K.A. Worp, Z.P.E. 134 (2001), S. 176 (nach dem Photo).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #