bleeding edge
 

ὑ(πὲρ) με(ρισμοῦ) | [- - ἀνδρι]άντ(ος) → ὑπ(ὲρ) με(ρισμοῦ) | [ἐπικεφαλίου ἀνδρῶν] ἀνακ(εχωρηκότων), P. Heil­porn, Chr.d’Ég. 75 (2000), S. 321.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #