bleeding edge
 

Die Erg. δραχ(μὴν) μίαν ⌊ὀβολ(ὸν) //α-] → δραχ(μὰς) δύο (γίνεται) (δραχμὰς) β], P. Heilporn, Chr.d’Ég. 75 (2000), S. 325.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #