bleeding edge
 

ὄπιστ(εν) γρ(αφόμενοι) ερ̣ . . . → (Z. 26a) ὀπιστογρ(άφῳ) Ἐ̣ρ̣ασ̣ι̣στ[ράτου.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #