bleeding edge
 

μήτηρ | δι(καίῳ) τῶν τέκνων → μήτηρ | δικέων τέκνων (l. μητρὶ δικαίῳ τέκνων), P. Bingen 106-107, S. 403, Anm. 16 (am Original).

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #