bleeding edge
 

ως αἱρ( ) κατακ( ) [ → wohl ὁμοί]|ως αἱρ(ούντων) κατακ(ριμάτων) [ , Th. Kruse, Z.P.E. 124 (1999), S. 160, Anm. 14.

Loading…
Loading the web debug toolbar…
Attempt #